- ανάκλιση
- η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω]1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα2. νεοελλ. ανασήκωμα3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία) οδηγεί στη λεγόμενη ανακλητική κατάθλιψη τού βρέφους.
Dictionary of Greek. 2013.