ανάκλιση

ανάκλιση
η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω]
1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα
2. νεοελλ. ανασήκωμα
3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία) οδηγεί στη λεγόμενη ανακλητική κατάθλιψη τού βρέφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθότονος — η, ο (Μ ἐμπροσθότονος, ον) αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση τού σώματος προς τα εμπρός («εμπροσθότονος καμπύλη» σύσπαση τών καμπτήρων μυών τού κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”